-
1 εκμανθανω
(fut. ἐκμαθήσομαι)1) основательно изучать(τι Aesch., Her., Eur., Plut., Luc.)
2) узнавать(τι ἀπό τινος Aesch. и τί τινος или τι παρά τινος Soph.)
; в aor. и pf. (у)знать(ἐκμαθεῖν τὸ φρόνημά τινος Her.; ἐκ δέλτων ἐκμεμαθηκέναι τι Plat.)
3) заучивать(ποιητὰς ὅλους Plat.; λόγους ῥητορικούς Arst.)
4) прочно усваивать, проникаться
См. также в других словарях:
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek